πυρρώδης
Look at other dictionaries:
πυρρώδης — ες, Α [πυρρός] 1. ο πυρρόχρους 2. εσφ. γρφ τού ῥυπώδης* … Dictionary of Greek
σκίρος — ο / σκῑρος, ΝΑ, και σκίρρος Ν, και σκῡρος, και σκεῑρος, και σκῑρα ή σκίρα, τὰ, Α νεοελλ. (συν. στον τ. σκίρρος) μορφή καρκινώματος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σκληρότητα, η οποία οφείλεται σε αφθονία ινώδους ιστού στη θεμέλια ουσία του μσν. αρχ … Dictionary of Greek